τιμωρουμένου

τιμωρουμένου
τῑμωρουμένου , τιμωρέω
to be an avenger
pres part mp masc/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κυφωνισμός — ο (Α κυφωνισμός) [κύφων] ποινή αλλά και βασανιστήρια συσκευή στην αρχαία Ελλάδα, που συνίστατο στην τοποθέτηση τής κεφαλής, τού αυχένα ή άλλων μελών τού σώματος τού τιμωρουμένου μέσα σε κύφωνα με τρόπο ώστε η κεφαλή αλλά και ο κορμός του να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”